- antipoetical
- adj.; antipoetically, adv.
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
antipoetical — adj.; antipoetically, adv. * * * … Universalium
αντιποιητικός — (I) ή, ό ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical γαλλ.… … Dictionary of Greek